- κρούεται
- κρούωstrikepres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τύμπανο — (Μουσ.). Κρουστό μουσικό όργανο με καθορισμένο ήχο. Αποτελείται από ένα μεγάλο μετάλλινο ημισφαίριο, πάνω στο οποίο είναι τεντωμένη μια μεμβράνη. Ανάλογα με το τέντωμα της μεμβράνης διαμέσου κοχλιών ή ποδοπλήκτρων, ρυθμίζεται και το ύψος του ήχου … Dictionary of Greek
ακρότητος — η, ο (Α ἀκρότητος ον) νεοελλ. αυτός που δεν αναδίδει ή δεν μπορεί να αναδώσει κρότο, ο αθόρυβος αρχ. 1. (για τη γη) αυτός που δεν χτυπήθηκε ή δεν πατήθηκε καλά για να γίνει σκληρός, ο μαλακός 2. αυτός που δεν αποδίδει αρμονικό ήχο όταν κρούεται,… … Dictionary of Greek
θεόπαιστος — θεόπαιστος, ον (Α) (για μουσικό όργανο) αυτός που παίζεται από θεό, που κρούεται από θεό («θεόπαιστος κιθάρα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + παιστος (< παίω «κτυπώ»), πρβλ. ανά παιστος, χρυσ έμ παιστος] … Dictionary of Greek
καθαπτός — καθαπτός, ή, όν (Α) [καθάπτω] 1. εφοδιασμένος με κάτι, εξοπλισμένος ή ντυμένος με κάτι 2. φρ. «καθαπτὸν ὄργανον» όργανο που κρούεται με το χέρι, όπως το τύμπανο κ.λπ … Dictionary of Greek
καμπάνα — Κρουστό ηχητικό όργανο, που αποτελείται από ένα κοίλο σώμα με χαρακτηριστική μορφή, συνήθως από μπρούντζο (περίπου 80% χαλκό και 20% κασσίτερο, ενώ ίχνη από άλλα μέταλλα δίνουν στον ήχο της ειδικούς τόνους). Η κ. αρχίζει να δονείται παλμικά, όταν … Dictionary of Greek
κουδούνι — το (Μ κουδούνι και κουδούνιν και κουδούνιον) κοίλο ορειχάλκινο όργανο με σχήμα κόλουρου κώνου, ανοιχτό από την κάτω πλευρά, το οποίο όταν κρούεται με ένα σφαιροειδές κατασκεύασμα, το γλωσσίδι, που κρέμεται μέσα σ αυτό, αναδίδει παλμώδη μεταλλικό… … Dictionary of Greek
κρεκτός — κρεκτός, ή, όν (Α) [κρέκω] (για έγχορδο μουσικό όργανο) αυτός που κρούεται με πλήκτρο … Dictionary of Greek
κρούστης — ο (Α κρούστης) [κρούω] νεοελλ. αυτός που κρούει ή το όργανο με το οποίο κρούεται κάτι, επικρουστήρας αρχ. αυτός που επιτίθεται και χτυπά με το κεφάλι ή με τα κέρατα … Dictionary of Greek
νταούλι — Λαϊκό μεμβρανόφωνο κρουστό μουσικό όργανο, κυρίως της ηπειρωτικής Ελλάδας. Το ν. είναι λέξη τούρκικη, αντίστοιχη της ελληνικής τύμπανο. Η ποικιλία των κρουστών αυτών οργάνων είναι μεγάλη και ο κάθε τύπος διαφέρει σε μέγεθος καθώς και στην ύλη που … Dictionary of Greek
ποσίκρουστος — ον, Μ αυτός που κρούεται, που ρυθμίζεται με χτυπήματα τών ποδιών («μέλη ποσίκρουστα», Λέων Μαγ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ποσί τού πούς + κρουστός (< κρούω)] … Dictionary of Greek